top of page

Νοσταλγία Μ.Καρταρεσκου Καστανιώτης



Σόρρυ για το σεντόνι. Νομίζω πρώτη φορά κάνω τόσο "μεγάλη" ανάρτηση. Αλλά δεν ξέρω τι να κόψω. Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα το 2024 με εντυπωσίασε. Μην διαβάσετε τι γράφω. Όσοι αργήσατε όσο εγώ, διαβάστε το βιβλίο, ανακαλύψτε τον συγγραφέα. Είναι μεγάλος κατά την ταπεινή μου γνώμη για τον εξής απλό λόγο: γράφει ανεπιτήδευτα και αυτόματα. Λυπάμαι που δεν ξέρω ρουμανικά, η μετάφραση έχω την αίσθηση το αδικεί.



Το βιβλίο εκδόθηκε υπό καθεστώς λογοκρισίας το 1989 με τον τίτλο «Όνειρο» και έπειτα στη σημερινή της μορφή το 1993 με τον νέο τίτλο «Νοσταλγία».



Αποτελείται από 3 «τμήματα»: τον πρόλογο «Ο Ρουλετίστας», τον επίλογο «Ο Αρχιτέκτονας» και ενδιάμεσα τη «Νοσταλγία» που χωρίζεται σε τρία μέρη «Ο Λοξοπάλαβος», « Οι Δίδυμοι» και «ΡΕΜ».



Ο Ρουλετίστας και ο Αρχιτέκτονας αποτελούν αντίστοιχα την είσοδο και έξοδο στον ονειρικό και νοσταλγικό κόσμο του Καρταρέσκου με το ίδιο θέμα από δύο διαφορετικές οπτικές: την εσωτερική αναζήτηση του δημιουργού που επιδιώκει τη θεϊκή αθανασία, το πέρασμα στην αιωνιότητα. Ενδιάμεσα ο Λοξοπάλαβος, οι Δίδυμοι και το ΡΕΜ είναι το κυρίως ταξίδι σε μια “σκουληκότρυπα” πίσω στις μνήμες της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, σε ένα σύμπαν όπου τα παιδιά έχουν δυνάμεις που υπερβαίνουν το λογικό κόσμο που μας περιβάλλει, όπου οι έφηβοι αγαπούν καθολικά.



Στο « ο Ρουλετίστας» ο συγγραφέας που αναδύεται από και καταβυθίζεται σε μια πλημμυρίδα μυθοπλαστικού λόγου, ανακαλεί στη μνήμη του την περίπτωση ενός ταλαίπωρου παρία καθώς αναδεικνύεται σε διασημότητα των βραδιών ρωσικής ρουλέτας που διαδραματίζονται υπογείως στην πόλη, μέσα σε μια ατμόσφαιρα αισθητικής κομψότητας και βιαιότητας συνάμα, ο οποίος επιβιώνει ενάντια στις πιθανότητες της σφαίρας στη θαλάμη . Ο Ρουλετίστας δείχνει “να κρατά τους αγγέλους από τον μανδύα”, να έχει λάβει “το άγγιγμα από την ίδια τη θεά τύχη”, μα τελικά μοιάζει περισσότερο σαν μία μεταφυσική ατυχία η αδυναμία του να πεθάνει, αφού ο φόβος του τον κρατά στη ζωή.


Στον ρουλετίστα, ο φόβος, η πίστη και ο θάνατος είναι, σαν στις γωνίες ενός τριγώνου, οι τρεις μαριονετίστες που κινούν αριστοτεχνικά τα νήματα μεταξύ ονείρου, συγγραφής, πίστης και πραγματικότητας. Ο ρουλετίστας προκαλεί και ταυτόχρονα φοβάται το θάνατο, ο συγγραφέας φοβάται το θάνατο, ο συγγραφέας αμφισβητεί την πίστη στο θεό, ο συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη να αμφισβητήσει εάν ο ρουλετίστας υπήρξε ή αν εάν είναι γέννημα του συγγραφέα, κι ο θάνατος που γεννά τον φόβο είναι ο τελευταίος αναγνώστης του συγγραφέα και παίζει με τον ρουλετίστα παίρνοντας τον με τον δικό του απροσδόκητο και ειρωνικό τρόπο.



Το διήγημα με την εξαιρετική κλιμάκωση αποτελεί μια εισαγωγή στις ιστορίες που ακολουθούν, προδιαθέτοντας τον αναγνώστη για αυτά που θα συναντήσει: τη μνήμη, την κατάδυση στο υποσυνείδητο, το όνειρο, τη μαγεία και τον ρεαλισμό, τα τέρατα και τις υπόγειες διαδρομές, τις πνευματικές και υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου που γράφει μέσα σε έναν κόσμο φανταστικών δυνατοτήτων ή πιθανοτήτων.



Ο συγγραφέας του Ρουλετίστα ξεκινά με τη δήλωση ότι “η λογοτεχνία αντενδείκνυται για εκμυστηρεύσεις”, είναι αδύνατον να πει κάποιος που γράφει κάτι αληθινό για τον εαυτό του όσο και αν το θέλει: "από τις πρώτες αράδες που ρίχνει κανείς στο χαρτί, ένα ξένο χέρι τρυπώνει χλευαστικά μέσα στο χέρι που κρατά τη γραφίδα, όπως σε ένα γάντι, ενώ στο καθρέφτη της λευκής σελίδας το είδωλο αυτού που γράφει διασπάται και σκορπάει προς όλες τις κατευθύνσεις σαν τον υδράργυρο, με αποτέλεσμα οι παραμορφωτικές εκείνες σταγόνες να σχηματίζουν πότε την εικόνα της Αράχνης και πότε του Σκώληκα, πότε του Κίναιδου και πότε του Μονόκερου ή του Θεού ενώ εκείνος απλούστατα προσπαθούσε να μιλήσει για τον εαυτό του. Η Λογοτεχνία ως τερατολογία.» Στις επόμενες ιστοριες θα συναντήσουμε την Αράχνη, τον Σκώληκα, τον Μονόκερο και άλλα φανταστικά πλάσματα στις ζωές των ηρώων.



Ακολουθεί η ενότητα της Νοσταλγίας με πρώτο διήγημα τον «Λοξοπάλαβο». Ένα νεοφερμένο, ιδιαίτερο και χαρισματικό παιδί που εντυπωσιάζει, μαγεύει και καθηλώνει τα παιδιά της παρέας που ζει στην πολυκατοικία με τις αφηγήσεις του και τις θεωρίες του . Ανυψώνεται στο θρόνο από το μαγεμένο του κοινό που αλλάζει τις βίαιες συνήθειές του στα υπόγεια παιχνίδια του, δίνοντάς τους τα 7 σημεία – θέσεις για τον κόσμο, τη γέννηση, το θάνατο, τη ζωή μετά το θάνατο, σα μικρός Ιησούς με πύθια γλώσσα στο ποίμνιό του. « Μέσα στο κεφάλι μου κάτω από τον θόλο του κρανίου μου υπάρχει ένας ανθρωπάκος φτυστός εγώ […] «γιατί εγώ είμαι ο κουκλοπαίχτης του[…] γιατί αυτός είναι ο κουκλοπαίχτης μου […]» «Η γη είναι ένα ζωντανό ον, με σκέψη και βούληση. Η βούληση της είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δική μας, όσων ζούμε στην επιφάνειά της[…]» και πιο κάτω «Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι τους ίδιοι. Είναι τεσσάρων ειδών: εκείνοι που δεν γεννήθηκαν, αυτοί που ζουν, εκείνοι που πέθαναν κι εκείνοι που ούτε γεννήθηκαν ούτε είναι ζωντανοί. Οι τελευταίοι λοιπόν είναι τα άστρα».


Η έκπτωση του «ιερού παιδιού» έρχεται όταν ανακαλύπτουν πως, παρά τη θεϊκή του υπόσταση, υποκύπτει ως κοινός θνητός στα πάθη της σάρκας.



Στη νουβέλα οι «Οι Δίδυμοι», ο Αντρέας και η Τζίνα σε μια ασυνήθιστη ιστορία αγάπης, ζουν έναν ιδιαίτερο εφηβικό έρωτα όπου η Τζίνα ταλαιπωρεί τον Ανδρέα αλλά όταν φτάνουν στην ένωση συμβαίνει το αναπάντεχο της μεταμόρφωσης…αλλάζουν σώματα και αδυνατώντας να το αντέξουν χάνουν τη λογική τους και δίνουν τέλος στη ζωή τους.



Ο Καρταρέσκου φαίνεται να εμπνέεται εδώ από τον μύθο του ανδρόγυνου και καθώς μας βάζει στις σκέψεις των ηρώων – κυρίως του Αντρέα που είναι ο βασικός αφηγητής αν και όχι ο μόνος- θέτει σιωπηρές και ταυτόχρονα σημαντικές ερωτήσεις για τις κοινωνικές συμβάσεις ως εργαλεία που ορίζουν τη φυλετική ταυτότητα, καταπνίγουν την σεξουαλικότητα και την υποκαθιστούν με δια βίου ενοχή και ανασφάλεια.



Στη νουβέλα "ΡΕΜ" όπου γίνονται και οι τελικές «συνδέσεις» και θα μπορούσε να αποτελεί το κεντρικό σημείο του ιστού της Αράχνης, η Νανά, αφηγείται ως άλλη Σεχραζάτ, στον νεαρότερο εραστή της ένα καλοκαίρι της παιδικής της ηλικίας όπου η παρέα της μέσα από τα παιχνίδια της βιώνει μαγικές εμπειρίες και η ίδια εισέρχεται στον κόσμο του ΡΕΜ με τη βοήθεια του Γέγκορ, τον κόσμου του ονείρου ως αυθεντική πραγματικότητα.



Είναι νομίζω το πιο εντυπωσιακό κομμάτι του βιβλίου. Ισορροπεί το όνειρο, την πραγματικότητα, τις κοινωνικές συμβάσεις για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και αγάπη, την ανθρώπινη βία και τα απολυταρχικά καθεστώτα, τη συγγραφή, τη μνήμη, το υποσυνείδητο.



Τέλος, στο «ο Αρχιτέκτονας» ο Αιμίλιος Ποπέσκου, ένας αρχιτέκτονας που καταφέρνει να αποκτήσει το πολυπόθητο αυτοκίνητο πραγματοποιώντας ένα μικροαστικό όνειρο, αποκτά σταδιακά μία ιδιαίτερη μανία με την κόρνα του αυτοκινήτου μόλις ακούσει τυχαία τον ήχο που παράγει. Η βελτίωση του ήχου σε μελωδία καταλήγει σε αλλεπάλληλες τροποποιήσεις μηχανικές και τεχνολογικές παρεμβάσεις που τον μετατρέπουν σε συνθέτη- δημιουργό μουσικής, διεθνώς αναγνωρισμένο, που γίνεται ένα με τη μηχανή και με τις μελωδίες που παράγει μαγεύει, κυριαρχεί, ρουφά σαν μαύρη τρύπα τη γη, τους πλανήτες, κάνει τον ήλιο να εκραγεί, κινείται εκπέμποντας στο κέντρο του γαλαξία και τον κονιορτοποιεί δημιουργώντας έναν νέο, ολοκαίνουριο στη θέση του παλιού.



Στο διήγημα αυτό κορυφώνεται ένα από τα τρία θέματα που κυριαρχούν στο βιβλίο: η αγωνία του δημιουργού να περάσει στην αθανασία. “Να γίνει το Παν”.


Τα άλλα δυο τίθενται νωρίτερα στο τρίπτυχο της νοσταλγίας: Το παιδί μέσα από το όνειρο τη φαντασία και το παιχνίδι ανταποκρίνεται στη φριχτή πραγματικότητα που το περιβάλλει και αποτελεί ένα μαγικό πλάσμα. Και το ότι η αγάπη μας για τους άλλους κι έρωτας που μπορεί να νιώσουν οι άνθρωποι για άλλους ανθρώπους δεν ακολουθούν - και δεν πρέπει-κοινωνικές νόρμες.



Η Νοσταλγία είναι, εν τέλει, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ένα ολόγραμμα όπου κάθε μέρος ανακλά το άλλο, ή ίσως ένα φράκταλ γεμάτο σχήματα που ενώνονται με διάφορους τρόπους ώστε μπορείς να περιηγηθείς ανάμεσά τους σε μια δαιδαλώδη διαδρομή χωρίς περιορισμούς.


Η σειρά των ιστοριών στο βιβλίο σαν σύνολο έχει την κορύφωση και την κάθαρση που έχουν και οι ιστορίες ως αυτόνομες. Μπορούν να διαβαστούν μεμονωμένα αλλά και όχι, αφού ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα οι ήρωες κάπου – κάπως έχουν συνυπάρξει ή διασταυρωθεί. Σε συνδυασμό με τη μοναδική γραφή του Καρταρέσκου με τις επιρροές από Κάφκα, Προυστ και Μπόρχες, φέρνει τον αναγνώστη σε μια ιδιότυπη κατάσταση μέθης: Ξεκινά με ένα ελαφρύ κοκτέιλ, συνεχίζει με δυνατό αλκοόλ αλλά το τελευταίο ποτό λειτουργεί λυτρωτικά χωρίς να σου αφήνει τον πονοκέφαλο της μέθης.



Ωστόσο μετά τη διαύγεια που αποκτάται σταδιακά αφού έχεις βγει ως αναγνώστης από αυτόν το καφκικό και μπορχεσιανό κόσμο που σε βούτηξε το αμυγδαλωτό του Προυστ -ακόμα κι αν δεν το δάγκωσες στην πραγματικότητα- γεννάται ένα ερώτημα: είναι αλήθεια η νοσταλγία ένα ταξίδι στις μνήμες της παιδικής ηλικίας ή ένας υπαινιγμός για την χαμένη αθωότητα σε εκείνο το χρονοντούλαπο των καθεστωτικών χρόνων;

Comments


bottom of page